- κανονικοί
- κανονικόςofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Chantre (christianisme) — cantoria de Florence Le mot « chantre » vient du latin cantare, chanter, ce qui a donné cantor (pluriel cantores) forme latine de chantre et canticum, chant religieux, cantique. Un chantre est avant tout un chanteur, dans le chœur d une … Wikipédia en Français
CANON Astronomicus — idem cum Parapegmate, Suidae, ita enim is, παράπηγμα, κανὼν ἤ ὄργανον ἀςτρονομικὸν, Parapegma, Canon aut instrumentum Astronomicum. Sed παράπηγμα non tam Canon ipse fuit, quam tabula aerea, columnae aut pilae in loco publico affigenda, in qua… … Hofmann J. Lexicon universale
PARAPEGMA — Graece παράπηγμα, proprie tabula est aenea, columnae alicui solita affigi, ςτυλοπινάκιον hine quoque Graecis. In cuiusmodi tabulis Leges, Edicta, Agrorum divisionum formae, Canones siderum Astronomici, et alia vulgo incidebantur, et in locis… … Hofmann J. Lexicon universale
Αινυμενός — ο κύριο αντρικό όνομα τής Μυκηναϊκής που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου [ai nu me no]. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τονισμός τού ανθρωπωνυμίου ήταν πράγματι Αἰνυμενός, δηλ. με τονιζόμενη τη λήγουσα (πράγμα που δεν δηλώνεται από τη γραφή τής Μυκηναϊκής), τότε… … Dictionary of Greek
ίππαλος — (1ος αι. π.Χ.).Ναυτικός. Επονομαζόταν Κυβερνήτης και είχε πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια μεταξύ Αιγύπτου, Αραβίας και Ινδιών. Έκανε ενδιαφέρουσες μετεωρολογικές παρατηρήσεις στον Ινδικό ωκεανό. Ανακάλυψε πρώτος ότι πνέουν κανονικοί άνεμοι τον μισό … Dictionary of Greek
ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνως — (Α) επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)] … Dictionary of Greek